-
1 ущерб
1. (убыток, урон, потеря) η ζημι/ά, η βλάβη, η φθορά' * без - а χωρίς -, в - με -προς -2. (ослаб-ление, уменьшение, спад) η πτώση, η ελάττωση 3. астр. (положение луны) η χάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ущерб
-
2 виза
η άδει/α εισόδου (στη χώρα), η βίζα (ξεν.)транзитная - διέλευσης, τράνζιτ - (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза
-
3 выплата
η πληρωμή, η εξόφλησηзаявление ο - е страхового возмещения αίτηση για - ασφαλιστικής αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выплата
-
4 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
5 резолюция
-и θ.1. απόφαση•резолюция пленума центрального комитете партии απόφαση της κεντρικής επιτροπής του κόμματος•
предложить -ю προτείνω απόφαση•
вынести -ю βγάζω απόφαση•
принять -ю παίρνω απόφαση•
обсудить -ю συζητώ την απόφαση.
2. απόφανση• γνωμάτευση•передать заявление на -ю директора παραδίδω την αίτηση για γνωμάτευση στο διευθυντή.
-
6 в
κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•
товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•
уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•
живу в Афинах ζω στην Αθήνα•
подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•
учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•
уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•
он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.
2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•
сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.
3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•одеться в шубу φορώ τη γούνα•
4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•
длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.
5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•
в один день (μέσα) σε μια μέρα•
в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•
приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•
разница в годах διαφορά στα χρόνια.
|| προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.6. δείχνει πολλαπλάσιο•в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.
7. χάριν, για, στο, στα•сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.
8. δείχνει ομοιότητα•мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.
9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•
в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.
10. δείχνει τη σειρά• κατά•во-первых (κατά) πρώτον•
в-третьих (κατά) τρίτον•
в-шестых έκτον.
-
7 подать
подать 1-и θ. παλ. φόρος ατομικός.подать 2ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.1. δίνω, προσφέρω•подать стул προσφέρω κάθισμα•
подать руку δίνω το χέρι.
|| (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.2. προσφέρω, σερβίρω•подать ужин σερβίρω το δείπνο•
подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.
3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.
4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.5. υποβάλλω•подать заявление υποβάλλω αίτηση•
рапорт υποβάλλω αναφορά•
подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.
6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.
7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•подать совет συμβουλεύω•
подать милости ελεώ.
9. παρασταίνω, απεικονίζω•автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.
εκφρ.подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•подать пример – δίνω το παράδειγμα•подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.
|| μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω. -
8 имя
имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.1. όνομα•по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•
знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•
крестное имя βαφτιστικό όνομα•
имя и фамилия ονοματεπώνυμο.
|| ονομασία•имя судна όνομα σκάφους•
под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).
2. φήμη•человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•
крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•
очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.
3. (γραμμ.) όνομα•имя существительное όνομα ουσιαστικό.
εκφρ.именем – στο όνομα, εν ονόματι•именем закона – στο όνομα του νόμου•во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•на имя – στο όνομα, επ ονόματι•заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•от моего имени – εξ ονόματος μου•только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά. -
9 направить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•
направить судно κατευθύνω το σκάφος•
направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•
направить внимание στρέφω την προσοχή•
направить взоры στρέφω τα βλέμματα•
направить разговор γυρίζω την κουβέντα.
|| συγκεντρώνω•направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.
2. στέλλω•направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•
направить на работу στέλλω στη δουλειά•
направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).
|| υποβάλλω προς•направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.
3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•направить бритву ακονίζω το ξυράφι.
εκφρ.направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι. -
10 писать
пишу, пишешь, μτχ. ενστ. пишущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. писанный, βρ: -сан, -а, -оεπιρ. μτχ. δεν έχειρ.δ.μ. κ. αμ.1. γράφω•писать буквы γράφω γράμματα•
писать цифры γράφω αριθμούς•
писать неразборчиво γράφω δυσανάγνωστα•
писать мелом γράφω με κιμωλία•
писать чернилами γράφω με μελάνη•
перо не -ет η πένα δε γράφει•
писать заявление γράφω αίτηση•
писать под диктовку γράφω καθ υπαγόρευση.
|| συγγράφω•-рассказы γράφω διηγήματα.
|| συνθέτω•писать оперу γράφω μελόδραμα.
2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ εγγράφως•газеты -ут о варварствах оккупантов οι εφημερίδες γράφουν για τις βαρβαρότητες των καταχτητών.
3. ζωγραφίζω•картину ζωγραφίζω πίνακα•
писать с натуры ζωγραφίζω εκ του φυσικού.
|| παρασταίνω.εκφρ.писать вензеля (вавилоны) – παραπαίω, τρικλίζω, ταλαντεύομαι (για μεθυσμένο).γράφομαι. -
11 претензия
1. (требование чего-л.) η αξίωσ/η, η απαίτηση, η διεκδίκησηдата - и ημερομηνία - ης, отклонение - и απόρριψη της - ης2. юр. (заявление по поводу нарушения условий соглашения, договора) η αίτηση, η κατηγορία, η μήνυση, η καταγγελία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > претензия
-
12 отвести
-еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведяρ.σ.μ.1. φέρω, πηγαίνω•отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.
2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.
|| μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•-воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•
отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).
|| αποκρούω•отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.
|| προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•беду προλαβαίνω το κακό.
4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.
6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.εκφρ.отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ.